ἐφολκῶς

ἐφολκῶς
ἐφολκός
drawing on
adverbial

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εφολκός — ἐφολκός, όν (ΑΜ) το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐφολκόν το δόλωμα, αυτό που δελεάζει, που παρασύρει αρχ. || 1. αυτός που προσελκύει, ο προσελκυστικός, ο επαγωγός 2. βραδυκίνητος, νωθρός, βραδύς 3. φρ. «ἐφολκὸς ἐν λόγῳ» αργός, διστακτικός στο να δώσει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”